Δευτέρα 3 Απριλίου 2017


ΕΜΠΛΟΥΤΙΣΜΟΣ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟΥ
          A


Έκανε μια αβαρία για το κοινωνικό συμφέρον
(παρέκκλιση, συμβιβασμό, υποχώρηση)

Το λάθος οφείλεται σε αβελτηρία των ιθυνόντων
(μωρία, κουφόνοια, ευήθεια)

Ολέθριες είναι οι συνέπειες της αβουλίας
(αναποφασιστικότητα , απερισκεψία)

  Υπάρχει αγαστή σύμπνοια μεταξύ τους
(θαυμαστή, αξιοθαύμαστη)

Η Θεσσαλονίκη είναι το αγλάισμα του Θερμαϊκού
(στολίδι που φέρνει τιμή και δόξα, καμάρι)

Κανείς δεν αμφισβητεί τους αγλαούς καρπούς που πρόσφερε το Βυζάντιο στον πολιτισμό των μεταγενέστερων χρόνων
(ευεργετικά αποτελέσματα)

Η συμπεριφορά του είναι αγοραία
(πρόστυχη, χυδαία)

Βγήκε προς άγρα ψήφων
(κυνήγι, θήρα)

Δεν πρόκειται για φερέγγυο άτομο αλλά για αγύρτη
(απατεώνας, τσαρλατάνος)

Δικαιολογημένα χαρακτηρίζεται ως αγχίνους άνθρωπος
(ευφυής, εύστροφος, έξυπνος)

Η αδαημοσύνη του αποκαλύφτηκε από  την πρώτη στιγμή
(άγνοια, απειρία)

Πρόκειται για αδέψητο άνθρωπο
(ακατέργαστο, ακαλλιέργητο, τραχύ)

Όλοι περίμεναν την παράσταση με μεγάλη αδημονία
(ανυπομονησία, ακαρτερησία)

Όλοι αδημονούν για την άρση του embargo
(ανυπομονούν)

Ευτελή τηλεοπτικά θεάματα προσφέρονται προς τέρψη αδηφάγων ηδονοβλεψιών
(αχόρταγων, ακόρεστων)

Αδιάλειπτη είναι η περιστροφή της γης γύρω από τον ήλιο
(αέναη, διηνεκής, απρόσκοπτη, ακατάπαυστη)

Αδιαφιλονίκητα περιουσιακά στοιχεία
(αναμφισβήτητα, αναντίρρητα)

  Η αδράνειά του είναι παροιμιώδης
(απραξία)

Του έκανε πρόταση να ταξιδέψει στην Αμερική και άδραξε την ευκαιρία
(άρπαξε)

Ομολόγησε έναντι αδρής αμοιβής
(μεγάλης)

Ανέπτυξε το θέμα αδρομερώς
(ακροθιγώς ,χονδρικώς, γενικά)

Η συμπεριφορά του είναι αήθης
(ανήθικη, απρεπής, αισχρή)

Στα στάδια τα παιδιά ασχολούνται με ποικίλες αθλοπαιδιές
(αθλήματα)

Αθρόα ήταν η προσέλευση των ψηφοφόρων
(μαζική)

Έχουμε γίνει αθύρματα πολιτικών πατρώνων
(παιχνίδια)

Τίποτα στην Ελλάδα δε θυμίζει την αίγλη του 5ου αιώνα
(λαμπρότητα,ακτινοβολία,γόητρο, δόξα, φήμη)

Χωρίς αιδώ μεγάλα και υψηλά έχτισαν γύρω μας τείχη
(ντροπή)

Είναι αιθεροβάμων
(αεροβάμων, ουτοπιστής, φαντασιοκόπος, ανεδαφικός)

Έλεγε ακατάληπτα λόγια και όλοι τον περνούσαν για τρελό
(ακαταλαβίστικα, ακατανόητα)

Τον έπιασε ακατάσχετη φλυαρία
(ασταμάτητος, ασυγκράτητος)

Όλα καταστράφηκαν λόγω ακηδίας την ιθυνόντων
(αδιαφορία, αμέλεια, αφροντισιά)

Οι πρόγονοί μας έπιναν το κρασί τους ακήρατο
(ανόθευτος, ανέρωτος, άκρατος, αμιγής )

Πέθανε ακλεής
(άσημος, αφανής)

Ακούσια προκάλεσε το ατύχημα
(άθελά)

Είναι ακραιφνής οπαδός του Παναθηναϊκού
(γνήσιος,αμιγής,  πραγματικός, ανόθευτος)

Έγινε ακριβοδίκαιη μοιρασιά της πατρικής περιουσίας
(δίκαιη)

Απέδωσαν το αποτέλεσμα στην ακρισία του λαού
(αδυναμία για σωστή κρίση)

Η ακριτομυθία του προκάλεσε τη θυμηδία του ακροατηρίου
(περιττολογία, φλυαρία, αδολεσχία, λεσχήνεια, λογόρροια, αμετροέπεια, βερμπαλισμός )

Είναι υπερόπτης και αλαζόνας
(περήφανος, καυχησιάρης)

Αποστρέφεται οτιδήποτε αλλότριο
(ξένο, οθνείο, επείσακτο)

Η αλλοτρίωση αποτελεί σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα
(αποξένωση)

Η ειδίκευση αμβλύνει βασικά στοιχεία της προσωπικότητας
(εξασθενίζει)

Οι διαβουλεύσεις συνεχίζονταν με αμετάπτωτο ρυθμό
(αμείωτο)

Εμφανίστηκε με ευπρεπή αμφίεση στη συνάθροιση
(ενδυμασία, περιβολή, εμφάνιση)

Αναβάθμιση της παιδείας υποσχέθηκε ο υπουργός
(βελτίωση, εξυγίανση)

Έχει αναγάγει το χρήμα σε υπέρτατη αξία
(υψώνω, μετατρέπω)

Ο ιστοριοδίφης ασχολείται με την αναδίφηση της ιστορίας
(έρευνα, διερεύνηση)

  Η πυρκαγιά  αναζωπυρώθηκε  μια μέρα μετά την κατάσβεσή της
(ξαναξέσπασε , αναμοχλεύτηκε)

Ανάκαμψη της οικονομίας υποσχέθηκε ο υπουργός
(βελτίωση)

Η αναλγησία αποτελεί σοβαρότατο κοινωνικό πρόβλημα
(αναισθησία)

Μόνο κάποιος ανάλγητος θα έμενε ανεπηρέαστος
(αναίσθητος, σκληρόκαρδος)

Αναμόχλευση πολιτικών παθών
(αναζωπύρωση)

Αυτό είναι αναντίλεκτο επιχείρημα
(αναμφισβήτητο, αδιαφιλονίκητο)

Οι συνέπειες είναι αναπόδραστες
(αναπόφευκτες)

Με το ευχάριστο αυτό γεγονός αναπτερώθηκε το ηθικό όλων
(αναζωογονήθηκε, ξαναζωντάνεψε)

Είμαι ο κατεξοχήν αναρμόδιος για να μιλήσω
(χωρίς εξουσιοδότηση, άσχετος, ακατάλληλος)

Άναρχη είναι η δόμηση των περισσότερων αστικών κέντρων
(αυθαίρετη, άτακτη, ανοργάνωτη)

Η γυναίκα ανασκολοπίζεται και διασύρεται στις διαφημίσεις
(παλουκώνεται, υποτιμάται)

  Η αυτοδιάθεση αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμα κάθε κράτους
(αναμφισβήτητο, αναπαλλοτρίωτο)

Τα αεροπλάνα ανέλαβαν την αναχαίτιση του εχθρού
(ανακοπή)

Στις μέρες μας είναι αναχρονισμός η πίστη στην πατριαρχία
(ξεπερασμένη, οπισθοδρομική)

Ζήτησε αναψηλάφηση της υπόθεσης
(επανεξέταση)

Ο μιμητισμός οδηγεί σε ψυχολογικό (εξ)ανδραποδισμό
(υποδούλωση)

Τα επιχειρήματά του ήταν εντελώς ανεδαφικά

(αστήρικτα, αβάσιμα, ανυπόστατα, σαθρά)

Ανεκλάλητη χαρά
(απερίγραπτη, ανείπωτη, άφατη)

Η απόφαση του δικαστηρίου είναι ανέκκλητη
(αμετάκλητη, τελεσίδικη, ρητή)

Η πυροσβεστική ανέκοψε την καταστροφική μανία της φωτιάς
(συγκράτησε, σταμάτησε)

Η επαγγελματική του ανέλιξη είναι θέμα χρόνου
(εξέλιξη)

Είναι ανεπίληπτος χαρακτήρας και πολύ καλός συνεργάτης
(άμεμπτος, άψογος)

  Μόνο ανερμάτιστοι νέοι ταυτίζονται με φανταχτερά είδωλα
(ασταθής, ευμετάβλητος, ταλαντευόμενος)

Κανείς δε θα μπορούσε να ισχυριστεί κάτι τέτοιο ανερυθρίαστα
(αναίσχυντα)

Έχουμε πάθει πλέον ανοσία για τον πόνο του συνανθρώπου
(απάθεια)

Πασιφανής είναι η αντινομία σε όσα διατείνεται
(αντιφατικότητα, αντίφαση)

Σοφίστηκε αρκετά τεχνάσματα για να αντιπαρέλθει τις κατηγορίες
(προσπεράσει, αποφύγει)

Δεν μπόρεσε κανείς να αντιτείνει μια εξίσου εύστοχη απάντηση
(αντιτάσσει, αντιπαραθέτει)

Οι φήμες για το άτομό του είναι ανυπόστατες
(αβάσιμες, φανταστικές , αστήρικτες, αίολες)

Κανείς δεν πίστεψε πως η προσφορά του ήταν ανυστερόβουλη
(ανιδιοτελής, αφιλοκερδής)

Αξιώνει να τον σέβονται και να τον υπολήπτονται όλοι
(απαιτεί)

 Σπουδαίο ήταν το έργο του αοίδιμου Κοραή
(αείμνηστος, αλησμόνητος)

Όσα διατείνεται απάδουν από τις πράξεις του
(αντιβαίνουν)

Η Λυδία λίθος που κρίνει την αξία μας ή ην απαξία μας είναι τα έργα μας
(αναξιότητα, ανικανότητα)

Δύο άνθρωποι απανθρακώθηκαν στη χτεσινή πυρκαγιά
(κάηκαν)

Απαράμιλλη ήταν κάθε ερμηνεία της Κυβέλης
(ασύγκριτη, άφθαστη)

Είναι απαραμύθητος μετά το θάνατο του φίλου του
(απαρηγόρητος) 

Ό,τι λέει είναι απαύγασμα της πείρας του
(καρπός, προϊόν)

Έχω απαυδήσει να σε περιμένω
(κουράστηκα)

Τα συνεργεία ανέλαβαν τον απεγκλωβισμό των ενοίκων από τα ερείπια της πολυκατοικίας
(ελευθέρωση)

Η εποχή μας είναι μια ιδιοτελής εποχή απεμπόλησης των ιδανικών
(προδοσία, ξεπούλημα)

Η μόδα αναγκάζει το άτομο να αποδυθεί σε έναν αγώνα κατανάλωσης
(καταπιαστεί)

Όλα αυτά είναι αποκυήματα της φαντασίας του
(γεννήματα, επινοήματα)

Αποποιήθηκε τις ευθύνες του
(αρνήθηκε)

Σε ένα χρόνο έκανε κιόλας απόσβεση του κεφαλαίου
(σβήσιμο, εξόφληση)

Αποσκοράκισαν τα νόθα χωρία του κειμένου
(έδιωξαν, εξοβέλισαν)

Διαπιστώνεται αποτελμάτωση στην πνευματική ζωή του τόπου μας
(στασιμότητα)

Το άγχος δεν αποτελεί προσωπικό ελάττωμα αλλά κοινωνικό απότοκο
(αποτέλεσμα, συνέπεια)

Το στυγερό έγκλημα προκάλεσε τον αποτροπιασμό της κοινής γνώμης
(αποστροφή, φρίκη)

Η πληθώρα των συμπτωμάτων κοινωνικής παθογένειας μοιραία καταλήγει στην αποσάθρωση της κοινωνίας
(αποσύνθεση, διάβρωση, φθορά)

Τον ρώτησαν αν συμφωνεί και απάντησε αποφατικά και αποφαντικά
                      (αρνητικά)                  (κατηγορηματικά, ρητά, απερίφραστα)

Ζει αποχειροβίωτος
(με χειρονακτική εργασία)

Μετά τις τελευταίες συνταγματικές ρυθμίσεις αποψίλωσαν τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας από τις αρμοδιότητές του
(καθαίρεσαν)

Απροκάλυπτη ήταν η προσπάθεια του να εντυπωσιάσει
(φανερή)

 Περνούσα και απροπό πέρασα να τον δω
(επ΄ ευκαιρία)

Μιλούσε απροσδιόνυσα και κανείς δεν τον καταλάβαινε
(ακαταλαβίστικα, ακατάληπτα)


Είναι απόμακρος και απροσπέλαστος άνθρωπος
(απλησίαστος, απρόσιτος)

Χρησιμοποιεί απτά παραδείγματα για να γίνεται κατανοητός
(χειροπιαστά)

Οι βουλευτές λόγω της ασυλίας τους βρίσκονται στο απυρόβλητο
(δεν υφίστανται κριτική ή επίπτωση)

Η κατάσταση άλλαξε άρδην
(εντελώς)

Έχει αρίφνητα πλούτη
(αμέτρητα)

Τα γεγονότα αυτά συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους
(στενά, αδιάσπαστα)

Ήταν ένα άρρητο συναίσθημα
(ανείπωτο, άφατο)

Μετά την άρση της ασυλίας του ο βουλευτής θα καταδικαστεί
(ανάκληση, ακύρωση)

Αρύεται τις πληροφορίες του από αξιόπιστες πηγές
(αντλεί)

Άρχισαν οι αρχαιρεσίες για την ανάδειξη του διοικητικού συμβουλίου
(εκλογές, ψηφοφορία)

Έχουμε χρέος να σταθούμε αρωγοί στο πλευρό των παιδιών
(βοηθοί)

Οι ασπάλακες της διπλωματίας αδυνατούν να εκτιμήσουν σωστά τις διεθνείς εξελίξεις
(τυφλοπόντικες , χωρίς οξυδέρκεια)

Πολλά περιοδικά ασχημονούν στην ελληνική γλώσσα
(κάνουν απρέπειες, κακοποιούν)

Η αμέλειά του θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ασύγγνωστη
(ασυγχώρητη)

Ασυδοσία επικρατεί στον δημόσιο βίο
(αυθαιρεσία, αναρχία)

Tα Μ.Μ.Ε ελέγχουν και αποκαλύπτουν τις ατασθαλίες
(παρανομίες)

Οι νόμοι που διέπουν την πολιτική πάλη είναι άτεγκτοι
(σκληροί, αλύγιστοι, άκαμπτοι)

Ο άνθρωπος ατενίζει το σύμπαν με δέος
(παρατηρεί με δέος)

Ατέρμονας διάλογος ξεκίνησε μεταξύ τους
(ατέλειωτος, απέραντος)

Υπέπεσε σε ατόπημα
(σφάλμα, παράβαση)

Αυτομόλησε στο αντίπαλο κόμμα τις παραμονές των εκλογών
(προσχώρησε, αποσκίρτησε)


Ο φυσικός και ηθικός αυτουργός πρέπει να τιμωρούνται εξίσου
(δράστης, υπαίτιος)

Ήταν μια πράξη αυτόχρημα εγκληματική
   (αληθινά, πραγματικά)

Επιδιώκεται αφαίμαξη των πολιτών από κάθε ουσιαστική πολιτική παρέμβαση
(έντεχνη απόσπαση)

Η αφιλοκαλία του είναι παροιμιώδης
(ακαλαισθησία, κακογουστιά)

Αφιόνιζε το πλήθος με δημαγωγίες
(νάρκωνε, φανάτιζε, χαύνωνε)

Την εξόρισε στο αφιονοτόπι της ψευτιάς του
(πλάνη)

Είναι γενναίος και αψηφά τους κινδύνους
(παραβλέπω, αδιαφορώ, περιφρονώ, παραμερίζει)

Πήρε αψήφιστα τα λόγια ης και το πλήρωσε ακριβά
(επιπολαια)

Μετά από σύντομες αψιμαχίες ακολούθησε σοβαρή σύγκρουση
(φιλονικίες, διαπληκτισμούς